- ξιφιός
- οβλ. ξιφίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξιφιός — ο (Α ξιφιός και ξίφιος) ο ξιφίας αρχ. 1. είδος ψαριού, γνωστού σήμερα με την κοινή ονομασία κοκκινόψαρο 2. είδος λίθου 3. το πτηνό κίρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ξιφίας] … Dictionary of Greek
ξίφιος — ξίφος sword neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζίφιος — ο ζωολ. γένος μαστοφόρων τής τάξης τών κητών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ziphius < ξιφιός / ξιφίας) … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
ξιφίας — (xiphias gladius). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι, μοναδικό είδος της οικογένειας των ξιφιδών. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 300 κιλά, ζει σε όλες τις εύκρατες και θερμές θάλασσες και τρέφεται με… … Dictionary of Greek
τριχιός — ο, Ν ο τριχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τριχίας (πρβλ. ξιφίας: ξιφιός)] … Dictionary of Greek
ξιφιῶν — ξιφίας sword fish masc gen pl ξιφίζω dance the sword dance fut part act masc nom sg (attic epic doric) ξιφιός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)